- αναίμακτος
- αναίμακτος, -η, -ο και αναίμαχτος, -η, -οεπίρρ. -α αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα: Ευτυχώς η συμπλοκή ήταν αναίμακτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναίμακτος — bloodless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίμακτος — η, ο (ΑΜ ἀναίμακτος, ον) ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα (εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία «αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστία αρχ. αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ἀναιμάκτως — ἀναίμακτος bloodless adverbial ἀναίμακτος bloodless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίμακτον — ἀναίμακτος bloodless masc/fem acc sg ἀναίμακτος bloodless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμάκτοιο — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμάκτοις — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμάκτοισι — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμάκτοισιν — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμάκτου — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμάκτους — ἀναίμακτος bloodless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)